κομφορμισμός

κομφορμισμός
Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος χάριν, αποβολή μέλους από ένα πολιτικό κόμμα). Ο κ. γίνεται αντιληπτός μέσα από μια διπλή προοπτική: από τη μία πλευρά αναφορικά με τον ρόλο που παίζει στα πλαίσια της ομάδας και, από την άλλη σε σχέση με τα ατομικά κίνητρα που υποβάλλουν την κομφορμιστική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ψυχολόγο Καρτράιτ, ο κ. εκπληρώνει δύο λειτουργίες· αφενός επιτρέπει στην ομάδα να πετύχει τους σκοπούς της και αφετέρου να διατηρηθεί ως ομάδα. Πραγματικά, η ομάδα δεν νοείται χωρίς τη συνοχή ορισμένων αντιλήψεων και χωρίς την κανονικότητα ορισμένων δραστηριοτήτων. Με την έννοια αυτή, ο κ. είναι τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα της συνοχής της ομάδας. Αναφορικά με τα κίνητρα που προκαλούν την κομφορμιστική στάση και συμπεριφορά, είναι δυνατόν να διακρίνουμε έναν ορισμένο αριθμό ποικιλιών κ.: τον καιροσκοπικό κ. που χαρακτηρίζει το άτομο-υπολογιστή, το οποίο χρησιμοποιεί τον κ. ως μάσκα· τον κ. που υποκινείται από φόβο επιβολής κυρώσεων· τον κ. εκείνου που εξακολουθεί να ευθυγραμμίζει την εξωτερική συμπεριφορά του με τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας, αλλά δεν πιστεύει πια στις αξίες που αυτή εκφράζει (για παράδειγμα, το άτομο που μέσα σε ένα περιβάλλον θρησκευόμενων εξακολουθεί να πηγαίνει στην εκκλησία, χωρίς να διατηρεί ωστόσο την πίστη του)· τον κ. που προκύπτει από έλξη ένταξης στην ομάδα, η οποία συνοδεύεται από ένα αίσθημα υπερηφάνειας ή ασφάλειας, ανάλογα με την ομάδα (ομάδα με γόητρο, ομάδα που προσφέρει ασφάλεια)· τον κ. από έλξη που ασκείται από ατομικές ευαισθησίες (αυτή είναι η περίπτωση του ατόμου που προσχωρεί σε μια ομάδα, επειδή ένα άλλο άτομο που εκτιμά είναι μέλος της)· τον κ. που υποδηλώνει μια έντονη και αυθόρμητη συγκατάθεση του ατόμου και το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά δείγμα ισχυρής προσωπικότητας. Δεν πρέπει να παραλείψουμε τον σνομπισμό, που είναι μια μορφή κ. των εύπορων τάξεων, χάρη στην οποία γίνεται δυνατή η απολαβή ορισμένου βαθμού ελευθερίας στα πλαίσια της κοινωνικής διάρθρωσης. Αυτός συνίσταται στο να υιοθετεί κάποιος θέση αντίθετη προς τις κοινά παραδεκτές ιδέες και, με τη φαινομενική αυτή ανεξαρτησία ως αντίτιμο, να καταλήγει έτσι σε ένα άλλο σύστημα συμβατικότητας.
* * *
ο
1. παθητική στάση κάποιου έναντι συμβατικών καταστάσεων και συμμόρφωσή του με αντιλήψεις και συνήθειες τού περιβάλλοντός του έστω και αν αυτές είναι αντίθετες με τις υπαγορεύσεις τής συνείδησής του
2. (ψυχολ.) προσαρμογή τής ατομικής συμπεριφοράς υπό την επίδραση τών αντιλήψεων και τών συνηθειών μιας ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. conformisme < conformiste «κομφορμιστής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομφορμισμός — ο (λ. ξένη), ο σεβασμός και συμμόρφωση στα καθιερωμένα, στην παράδοση ή το συρμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”